- προκατασκεύασμα
- προκατασκεύ-ασμα, ατος, τό,A preparation, Sch.Od.1.262 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκατασκεύασμα — ατος, τὸ, Α [προκατασκευάζω] προπαρασκευή, προετοιμασία … Dictionary of Greek
προκατασκευάσματα — προκατασκεύασμα preparation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)